ὁρκωμότης

ὁρκωμότης
ὁρκωμότης
juror
masc nom sg
ὁρκωμοτέω
take an oath
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορκωμότης — ὁρκωμότης, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί 2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα της (πρβλ. συν ωμότης). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωμοτῶν — ὁρκωμότης juror masc gen pl ὁρκωμοτέω take an oath pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμότας — ὁρκωμότᾱς , ὁρκωμότης juror masc acc pl ὁρκωμότᾱς , ὁρκωμότης juror masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοσία — η (ΑΜ ὁρκωμοσία) [ορκωμότης] η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία νεοελλ. φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την… …   Dictionary of Greek

  • ορκωμοτήριον — ὁρκωμοτήριον, τὸ (Μ) [ορκωμότης] όρκος …   Dictionary of Greek

  • ορκωμοτικός — ὁρκωμοτικός, ή, όν (ΑΜ) [ορκωμότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ορκωμοτώ — (Α ὁρκωμοτῶ, έω) [ορκωμότης] ορκίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”